Κυρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κυρία | οι | Κυρίες |
γενική | της | Κυρίας | των | Κυριών |
αιτιατική | την | Κυρία | τις | Κυρίες |
κλητική | Κυρία | Κυρίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κυρία < αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΚυρία (θηλυκό:
- η βασίλισσα, η κυρίαρχη γυναίκα θεά.
- (θρησκεία) προσωνυμία της Θεοτόκου
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Κυρία
|