Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀκυρόω- < παρασύνθετο από το ἄκυροςστερητικό + κῦρος + jω)

ἀκυρόω-ἀκυρῶ

  1. ακυρώνω
  2. απορρίπτω

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • ἄκυρον ποιῶ
  • ἄκυρον καθίστημί τι
  • ἄκυρον τίθημι
  • ἄκυρον ἐστί (συνώνυμο του μέσου ἀκυροῦμαι)
  • ἄκυρον γίγνεται (από κάποιον)