συνεπάγομαι
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συνεπάγομαι < (ελληνιστική κοινή) συνεπάγομαι < αρχαία ελληνική συνεπάγω < σύν + ἐπί + ἄγω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική entraîner)
Ρήμα Επεξεργασία
συνεπάγομαι (συνήθως στο γ’ ενικό και στο ενεστωτικό θέμα: συνεπάγεται)
- έχω ως συνέπεια, ως επακόλουθο
- Το υπό ψήφιση νομοσχέδιο αφορά κάθε πολίτη, συνεπάγεται επιπτώσεις στην άσκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων του και επιδρά καθοριστικά στην πραγμάτωση του δικαίου σε κάθε ατομική περίπτωση. (*)
- οδηγώ σε κάποιο συμπέρασμα