Ετυμολογία

επεξεργασία
συνεπάγομαι < (ελληνιστική κοινήσυνεπάγομαι < αρχαία ελληνική συνεπάγω < σύν + ἐπί + ἄγω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική entraîner)

συνεπάγομαι (συνήθως στο γ’ ενικό και στο ενεστωτικό θέμα: συνεπάγεται)

  1. έχω ως συνέπεια, ως επακόλουθο
    Το υπό ψήφιση νομοσχέδιο αφορά κάθε πολίτη, συνεπάγεται επιπτώσεις στην άσκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων του και επιδρά καθοριστικά στην πραγμάτωση του δικαίου σε κάθε ατομική περίπτωση. (*)
  2. οδηγώ σε κάποιο συμπέρασμα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία