Ετυμολογία

επεξεργασία
συνεπιφέρω < λείπει η ετυμολογία

συνεπιφέρω

  • έχω ως αποτέλεσμα, συνεπάγομαι, είμαι η αιτία και δημιουργώ, προξενώ μια κατάσταση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία