Δείτε επίσης: επιφέρω

Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ἐπιφέρω < ἐπί +φέρω

  ΡήμαΕπεξεργασία

ἐπιφέρω, μέσο-παθητικό: ἐπιφέρομαι

  1. φέρνω, επιφέρω
  2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι, ιδίως προσφορές επάνω σε τάφο
  3. κατηγορώ