Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φερέζυγος < φέρω και ζυγός

  Επίθετο επεξεργασία

φερέζυγος

  • που φέρει ζυγό (για άλογο)