φερνή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φερνή | οι | φερνές |
γενική | της | φερνής | των | φερνών |
αιτιατική | τη | φερνή | τις | φερνές |
κλητική | φερνή | φερνές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φερνή < αρχαία ελληνική φερνή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφερνή θηλυκό (παρωχημένο)
- η προίκα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φερνή
→ δείτε τη λέξη προίκα |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | φερνή | αἱ | φερναί |
γενική | τῆς | φερνῆς | τῶν | φερνῶν |
δοτική | τῇ | φερνῇ | ταῖς | φερναῖς |
αιτιατική | τὴν | φερνήν | τὰς | φερνᾱ́ς |
κλητική ὦ! | φερνή | φερναί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φερνᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φερναῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φερνή < φέρω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφερνή, -ῆς θηλυκό
- η προίκα, νυφικά δώρα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 93.4
- τοῦ γὰρ δὴ Λυδῶν δήμου αἱ θυγατέρες πορνεύονται πᾶσαι, συλλέγουσαι σφίσι φερνάς, ἐς ὃ ἂν συνοικήσωσι τοῦτο ποιεῦσαι· ἐκδιδοῦσι δὲ αὐταὶ ἑωυτάς.
- Γιατί πραγματικά όλα τα κορίτσια στη Λυδία πορνεύονται, μαζεύοντας έτσι την προίκα τους, κι αυτό το κάνουν ώσπου να παντρευτούν· βρίσκουν τον άνδρα μόνες τους.
- Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τοῦ γὰρ δὴ Λυδῶν δήμου αἱ θυγατέρες πορνεύονται πᾶσαι, συλλέγουσαι σφίσι φερνάς, ἐς ὃ ἂν συνοικήσωσι τοῦτο ποιεῦσαι· ἐκδιδοῦσι δὲ αὐταὶ ἑωυτάς.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἀνδρομάχη, στίχ. 1282 (1281-1282)
- κακῶν δὲ λέκτρων μὴ ᾽πιθυμίαν ἔχειν, | μηδ᾽ εἰ ζαπλούτους οἴσεται φερνὰς δόμοις;
- και ν᾽ αποφεύγει τους κακούς τούς γάμους, | ακόμα κι αν του φέρνουνε πολλά προικιά.
- Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- κακῶν δὲ λέκτρων μὴ ᾽πιθυμίαν ἔχειν, | μηδ᾽ εἰ ζαπλούτους οἴσεται φερνὰς δόμοις;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 956 (956-958)
- λάζυσθε φερνὰς τάσδε, παῖδες, ἐς χέρας | καὶ τῇ τυράννῳ μακαρίᾳ νύμφῃ δότε | φέροντες· οὔτοι δῶρα μεμπτὰ δέξεται.
- Πάρτε, αγόρια μου, στα χέρια σας τα δώρα τούτα του γάμου | και πηγαίνετε να τα δώσετε στην καλότυχη βασιλική νύφη. | Τα δώρα που θα λάβει θα είναι αψεγάδιαστα.
- Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- λάζυσθε φερνὰς τάσδε, παῖδες, ἐς χέρας | καὶ τῇ τυράννῳ μακαρίᾳ νύμφῃ δότε | φέροντες· οὔτοι δῶρα μεμπτὰ δέξεται.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 93.4
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- φερνή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φερνή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.