πολύφερνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολύφερνος < (ελληνιστική κοινή) < πολύς + φερνή ("προίκα")
Επίθετο
επεξεργασίαπολύφερνος, -η, -ο
- που έχει μεγάλη προίκα ή άλλα προσόντα (πχ θέση, αξίωμα, επάγγελμα, καταγωγή κλπ) που εκτιμώνται για να προτιμηθεί ως μέλλων σύζυγος
- πολύφερνη νύφη