Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ φέρνιον τὰ φέρνι
      γενική τοῦ φερνίου τῶν φερνίων
      δοτική τῷ φερνί τοῖς φερνίοις
    αιτιατική τὸ φέρνιον τὰ φέρνι
     κλητική ! φέρνιον φέρνι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φερνίω
γεν-δοτ τοῖν  φερνίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φέρνιον < φερν(ή) + -ιον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φέρνιον, -ου ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία