• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

nosić

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Πολωνικά (pl)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Συγγενικά

Πολωνικά (pl)

επεξεργασία

Προφορά

επεξεργασία
ⓘ  (βοήθεια·αρχείο)

Ρήμα

επεξεργασία

nosić (pl)

  • φέρω, μεταφέρω, έχω μαζί μου

Συγγενικά

επεξεργασία
  • donieść
  • donosiciel
  • donoszenie
  • donośny
  • nieść
  • nios
  • nosiciel
  • nosidełko
  • nosiłki
  • nosze
  • noszenie
  • noszowy
  • nośnik
  • podniesienie
  • przenosić
  • przynoszenie
  • unosić
  • wynoszenie
  • wzniesienie
  • wznosić
  • znosić
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=nosić&oldid=5252558"
Τελευταία επεξεργασία στις 19 Σεπτεμβρίου 2021, στις 21:31

Γλώσσες

    • English
    • Esperanto
    • Suomi
    • Na Vosa Vakaviti
    • Français
    • Magyar
    • Ido
    • 日本語
    • Limburgs
    • Lietuvių
    • Malagasy
    • Polski
    • Русский
    • Srpskohrvatski / српскохрватски
    • Српски / srpski
    • Svenska
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 19 Σεπτεμβρίου 2021, στις 21:31.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας