ὑποφέρω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαὑποφέρω
- παίρνω κάτι και το απομακρύνω από έναν κίνδυνο
- φέρω από κάτω
- υποφέρω, βασανίζομαι από έναν καημό ή κάτι που ταλαιπωρεί σωματικά
- υποκρίνομαι
- προτείνω
- παρασύρω, κατεβάζω
- παθητικό: παρασύρομαι, ολισθαίνω, βυθίζομαι, φθείρομαι, εξασθενώ κυριολεκτικά και μεταφορικά