Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φορεῖον< φορά < φέρω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φορεῖον ουδέτερο

  1. το μέσο μεταφοράς
  2. μισθός μεταφορέα ή πορτιέρη