Ετυμολογία

επεξεργασία
φορεῖον< φορά < φέρω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φορεῖον ουδέτερο

  1. το μέσο μεταφοράς
  2. μισθός μεταφορέα ή πορτιέρη