Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φερέσβιος < φέρω και βίος

  Επίθετο επεξεργασία

φερέσβιος

  • που δίνει ζωή, που φέρνει ζωή, που καρποφορεί (για θεές αλλά και για τη γόνιμη γη, για σιτηρά)