Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φερέπονος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
φερέπονος
<
φέρω
και
πόνος
Επίθετο
επεξεργασία
φερέπονος, ος, ον
ο πολύ
κοπιαστικός
ή ο πολύ
στενόχωρος
εκείνος που αντέχει τον πολύ κόπο (
φιλόπονος
) ή τις στενοχώριες, τα βάσανα (
στωϊκός
)