ρουχάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρουχάκι | τα | ρουχάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ρουχάκι | τα | ρουχάκια |
κλητική | ρουχάκι | ρουχάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρουχάκι < ρούχο + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρουχάκι ουδέτερο
- (σπάνιο) υποκοριστικό του ρούχο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ρουχάκι
|