ρουχικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρουχικό | τα | ρουχικά |
γενική | του | ρουχικού | των | ρουχικών |
αιτιατική | το | ρουχικό | τα | ρουχικά |
κλητική | ρουχικό | ρουχικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαρουχικό ουδέτερο
- (οικείο) (συνήθως στον πληθυντικό) ο ρουχισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρουχικό
|