Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απανώρουχο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
απανώρουχ
ο
τα
απανώρουχ
α
γενική
του
απανώρουχ
ου
των
απανώρουχ
ων
αιτιατική
το
απανώρουχ
ο
τα
απανώρουχ
α
κλητική
απανώρουχ
ο
απανώρουχ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
απανώρουχο
<
απάνω
+
ρούχο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
απανώρουχο
ουδέτερο
(
σπάνιο
) το
πανωφόρι
Άλλες μορφές
επεξεργασία
πανώρουχο
Συνώνυμα
επεξεργασία
απανωσκούτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απανώρουχο
→
δείτε
τη λέξη
πανωφόρι