ασπρορουχάδικο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασπρορουχάδικο < ασπρόρουχα + -άδικο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ασπρορουχάδικο ουδέτερο
- (παρωχημένο) κατάστημα όπου κατασκευάζονται ή πωλούνται ασπρόρουχα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ασπρόρουχο, άσπρος και ρούχο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασπρορουχάδικο
|