• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ασπρόρουχο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Δείτε επίσης
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ασπρόρουχο τα ασπρόρουχα
      γενική του ασπρόρουχου των ασπρόρουχων
    αιτιατική το ασπρόρουχο τα ασπρόρουχα
     κλητική ασπρόρουχο ασπρόρουχα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ασπρόρουχο < άσπρος + -ο- + ρούχο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ασπρόρουχο ουδέτερο

  • συνήθως στον πληθυντικό: ασπρόρουχα
    1. (συνήθως λευκό) εσώρουχο
    2. βαμβακερά ή λινά σεντόνια, μαξιλαροθήκες κ.ά.
      ≈ συνώνυμα: ασπρικά, λευκά είδη

Συγγενικά

επεξεργασία
  • ασπρορουχάδικο
  • ασπρορουχάς
  • ασπρορουχού
  • → δείτε τις λέξεις άσπρος και ρούχο

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • λινά

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    εσώρουχο
  • → δείτε τη λέξη εσώρουχο
    λευκά είδη
  • αγγλικά : whites (en), white goods (en), linen (en)
  • γαλλικά : linge (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ασπρόρουχο&oldid=5458624"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 11:37

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 11:37. Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας