ενικός         πληθυντικός  
linen linens

Ουσιαστικό

επεξεργασία

linen (en)

  1. (μη μετρήσιμο) το λινό, ύφασμα από λινάρι
    παράδειγμα  Linen wrinkles easily.
    Το λινό τσαλακώνει εύκολα.
    παράδειγμα  Linen needs very good ironing.
    Τα λινά θέλουν πολύ καλό σιδέρωμα.
  2. τα λευκά είδη, όπως σεντόνια, τραπεζομάντιλα, μαξιλαροθήκες κτλ.
    παράδειγμα  top quality brand-name linens - επώνυμα λευκά είδη κορυφαίας ποιότητας