πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασπρορουχού οι ασπρορουχούδες
      γενική της ασπρορουχούς των ασπρορουχούδων
    αιτιατική την ασπρορουχού τις ασπρορουχούδες
     κλητική ασπρορουχού ασπρορουχούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ασπρορουχού < ασπρόρουχ(α) + κατάληξη θηλυκού -ού
ΔΦΑ : /a.spɾo.ɾuˈxu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ασπρορουχού

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ασπρορουχού θηλυκό (αρσενικό ασπρορουχάς)

  1. (παρωχημένο, επάγγελμα) γυναίκα που έραβε ασπρόρουχα
  2. (λαϊκότροπο) κλέφτρα ασπρόρουχων από αυλές
     συνώνυμα: μπουγαδοκλέφτρα

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία