κλέφτρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κλέφτρα | οι | κλέφτρες |
γενική | της | κλέφτρας | — | |
αιτιατική | την | κλέφτρα | τις | κλέφτρες |
κλητική | κλέφτρα | κλέφτρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλέφτρα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη κλέφτης