Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ασπρικά
      γενική των ασπρικών
    αιτιατική τα ασπρικά
     κλητική ασπρικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασπρικά < άσπρος + -ικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ασπρικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία