ubranie
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ubranie | ubrania |
γενική | ubrania | ubrań |
δοτική | ubraniu | ubraniom |
αιτιατική | ubranie | ubrania |
οργανική | ubraniem | ubraniami |
τοπική | ubraniu | ubraniach |
κλητική | ubranie | ubrania |
Ετυμολογία επεξεργασία
ubranie < ubierać
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ubranie (pl) ουδέτερο