ραχάτ λουκούμ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ραχάτ λουκούμ < (άμεσο δάνειο) τουρκική rahatι lokum < αραβική راحة (rāḥa, ξεκούραση, άνεση) + الحلقوم (Hulquum, λαιμός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαραχάτ λουκούμ ουδέτερο άκλιτο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ραχάτ λουκούμ