lukumo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- lukumo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lukumo | lukumoj |
αιτιατική | lukumon | lukumojn |
lukumo (eo)
- το λουκούμι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lukumo | lukumoj |
αιτιατική | lukumon | lukumojn |
lukumo (eo)