λουκουμάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λουκουμάκι | τα | λουκουμάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | λουκουμάκι | τα | λουκουμάκια |
κλητική | λουκουμάκι | λουκουμάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λουκουμάκι < υποκοριστικό του λουκούμι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλουκουμάκι ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε λουκούμι
λουκουμάκι
|