Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ταβλαδόρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ταβλαδόρ
ος
οι
ταβλαδόρ
οι
γενική
του
ταβλαδόρ
ου
των
ταβλαδόρ
ων
αιτιατική
τον
ταβλαδόρ
ο
τους
ταβλαδόρ
ους
κλητική
ταβλαδόρ
ε
ταβλαδόρ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ταβλαδόρος
<
τάβλι
+
-αδόρος
<
μεσαιωνική ελληνική
τάβλι
<
ταβλίζω
(
αναδρομικός σχηματισμός
) <
(
ελληνιστική κοινή
)
<
λατινικά
tabula
ταβλαδόροι
παίζουν στον δρόμο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ταβλαδόρος
αρσενικό
αυτός που παίζει
τάβλι
(κυρίως ο
έμπειρος
παίκτης
)
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις
λέξεις
τάβλι
και
τάβλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ταβλαδόρος