ενεστώτας reconcile
γ΄ ενικό ενεστώτα reconciles
αόριστος reconciled
παθητική μετοχή reconciled
ενεργητική μετοχή reconciling

reconcile (en) (επίσημο)

  • συμφιλιώνω, ενεργώ έτσι, ώστε δύο άτομα ή σύνολα που είχαν έρθει σε ρήξη μεταξύ τους να γίνουν φίλοι
    ⮡  Many couples who are estranged eventually reconcile.
    Πολλά ζευγάρια που βρίσκονται σε διάσταση τελικά συμφιλιώνονται.
     συνώνυμα:  make up