reconcile
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | reconcile |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reconciles |
αόριστος | reconciled |
παθητική μετοχή | reconciled |
ενεργητική μετοχή | reconciling |
Ρήμα
επεξεργασία- συμφιλιώνω, ενεργώ έτσι, ώστε δύο άτομα ή σύνολα που είχαν έρθει σε ρήξη μεταξύ τους να γίνουν φίλοι