συμφιλιωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συμφιλιωτικός < συμφιλιωτ(ής) + -ικός. Δείτε επίσης: συμφιλιώνω, το πρόθημα συμ-, και φιλία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
συμφιλιωτικός, -ή, -ό
- που συμβάλλει στη συμφιλίωση
- στις διαπραγματεύσεις επικράτησε συμφιλιωτικό κλίμα, μετά από μια περίοδο εντάσεων
Παράγωγα επεξεργασία
- συμφιλιωτικά (επίρρημα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
συμφιλιωτικός
|