↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυμφιλίωτος η ασυμφιλίωτη το ασυμφιλίωτο
      γενική του ασυμφιλίωτου της ασυμφιλίωτης του ασυμφιλίωτου
    αιτιατική τον ασυμφιλίωτο την ασυμφιλίωτη το ασυμφιλίωτο
     κλητική ασυμφιλίωτε ασυμφιλίωτη ασυμφιλίωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυμφιλίωτοι οι ασυμφιλίωτες τα ασυμφιλίωτα
      γενική των ασυμφιλίωτων των ασυμφιλίωτων των ασυμφιλίωτων
    αιτιατική τους ασυμφιλίωτους τις ασυμφιλίωτες τα ασυμφιλίωτα
     κλητική ασυμφιλίωτοι ασυμφιλίωτες ασυμφιλίωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασυμφιλίωτος < α- στερητικό + συμφιλιώνω

  Επίθετο

επεξεργασία

ασυμφιλίωτος, -η, -ο

  1. που δεν έχει συμφιλιωθεί
  2. που δεν μπορεί να συμφιλιωθεί
     συνώνυμα: αδιάλλακτος
  3. (μεταφορικά) που δεν μπορεί να συνηθίσει σε κάτι ή κάποιον

  Μεταφράσεις

επεξεργασία