αδελφωμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίααδελφωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αδελφωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αδελφωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αδελφωμένος
αδελφωμένων