Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναπροσανατολισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αναπροσανατολισμέν
ος
η
αναπροσανατολισμέν
η
το
αναπροσανατολισμέν
ο
γενική
του
αναπροσανατολισμέν
ου
της
αναπροσανατολισμέν
ης
του
αναπροσανατολισμέν
ου
αιτιατική
τον
αναπροσανατολισμέν
ο
την
αναπροσανατολισμέν
η
το
αναπροσανατολισμέν
ο
κλητική
αναπροσανατολισμέν
ε
αναπροσανατολισμέν
η
αναπροσανατολισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αναπροσανατολισμέν
οι
οι
αναπροσανατολισμέν
ες
τα
αναπροσανατολισμέν
α
γενική
των
αναπροσανατολισμέν
ων
των
αναπροσανατολισμέν
ων
των
αναπροσανατολισμέν
ων
αιτιατική
τους
αναπροσανατολισμέν
ους
τις
αναπροσανατολισμέν
ες
τα
αναπροσανατολισμέν
α
κλητική
αναπροσανατολισμέν
οι
αναπροσανατολισμέν
ες
αναπροσανατολισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αναπροσανατολισμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
αναπροσανατολίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναπροσανατολισμένος