αναβαθμισμένος
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αναβαθμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναβαθμίζω
Μετοχή Επεξεργασία
αναβαθμισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη αναβαθμίζω
Μεταφράσεις Επεξεργασία
αναβαθμισμένος
|
αναβαθμισμένος, -η, -ο
|