↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναπεπταμένος η αναπεπταμένη το αναπεπταμένο
      γενική του αναπεπταμένου της αναπεπταμένης του αναπεπταμένου
    αιτιατική τον αναπεπταμένο την αναπεπταμένη το αναπεπταμένο
     κλητική αναπεπταμένε αναπεπταμένη αναπεπταμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναπεπταμένοι οι αναπεπταμένες τα αναπεπταμένα
      γενική των αναπεπταμένων των αναπεπταμένων των αναπεπταμένων
    αιτιατική τους αναπεπταμένους τις αναπεπταμένες τα αναπεπταμένα
     κλητική αναπεπταμένοι αναπεπταμένες αναπεπταμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναπεπταμένος < αρχαία ελληνική ἀναπεπταμένος, μετοχή παρακειμένου του ρήματος ἀναπετάννυμι (σήμαινε ανοίγω, απλώνω)

αναπεπταμένος

  1. ανοιχτός, ανοιγμένος, εκτεταμένος (όρος που χρησιμοποιείται σχετικά σπάνια, κυρίως στην ιστιοπλοΐα, στην γεωγραφία, στη στρατιωτική ορολογία και στην αεροπλοΐα)
    αναπεπταμένα ιστία (ανοιχτά πανιά σε ιστιοφόρο)
    αναπεπταμένο πεδίο, αναπεπταμένο έδαφος (περιοχή ανοιχτή, μεγάλη πεδιάδα, που απαιτούσε ειδικούς ελιγμούς στις μάχες των περασμένων αιώνων)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία