αλογονωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλογονωμένος < αλογόνο + -μένος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική halogène < halo- (< αρχαία ελληνική ἅλς) + -gène (< αρχαία ελληνική -γόνος < γίγνομαι)
Μετοχή
επεξεργασίααλογονωμένος
- (χημεία) που παράγεται από άλλη χημική ένωση με την αντικατάσταση ενός ή περισσοτέρων ατόμων υδρογόνου με ένα αλογόνο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αλογονωμένος