Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλογονωμένος η αλογονωμένη το αλογονωμένο
      γενική του αλογονωμένου της αλογονωμένης του αλογονωμένου
    αιτιατική τον αλογονωμένο την αλογονωμένη το αλογονωμένο
     κλητική αλογονωμένε αλογονωμένη αλογονωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλογονωμένοι οι αλογονωμένες τα αλογονωμένα
      γενική των αλογονωμένων των αλογονωμένων των αλογονωμένων
    αιτιατική τους αλογονωμένους τις αλογονωμένες τα αλογονωμένα
     κλητική αλογονωμένοι αλογονωμένες αλογονωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλογονωμένος < αλογόνο + -μένος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική halogène < halo- (< αρχαία ελληνική ἅλς) +‎ -gène (< αρχαία ελληνική -γόνος < γίγνομαι)

  Μετοχή επεξεργασία

αλογονωμένος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία