πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλογονωμένος η αλογονωμένη το αλογονωμένο
      γενική του αλογονωμένου της αλογονωμένης του αλογονωμένου
    αιτιατική τον αλογονωμένο την αλογονωμένη το αλογονωμένο
     κλητική αλογονωμένε αλογονωμένη αλογονωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλογονωμένοι οι αλογονωμένες τα αλογονωμένα
      γενική των αλογονωμένων των αλογονωμένων των αλογονωμένων
    αιτιατική τους αλογονωμένους τις αλογονωμένες τα αλογονωμένα
     κλητική αλογονωμένοι αλογονωμένες αλογονωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
αλογονωμένος <  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   Μορφολογικά αναλύεται σε αλογονω- (όπως αν υπήρχε *αλογονώνω, ή όπως αλογόνωση (< αλογόνο) + -μένος για τη δημιουργία μετοχής για μετάφραση λέξεων όπως η αγγλική halogenated
ΔΦΑ : /a.lo.ɣo.noˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλογονωμένος

αλογονωμένος, -η, -ο (μετοχή χωρίς ρήμα)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία