↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλαφροσκυμμένος η αλαφροσκυμμένη το αλαφροσκυμμένο
      γενική του αλαφροσκυμμένου της αλαφροσκυμμένης του αλαφροσκυμμένου
    αιτιατική τον αλαφροσκυμμένο την αλαφροσκυμμένη το αλαφροσκυμμένο
     κλητική αλαφροσκυμμένε αλαφροσκυμμένη αλαφροσκυμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλαφροσκυμμένοι οι αλαφροσκυμμένες τα αλαφροσκυμμένα
      γενική των αλαφροσκυμμένων των αλαφροσκυμμένων των αλαφροσκυμμένων
    αιτιατική τους αλαφροσκυμμένους τις αλαφροσκυμμένες τα αλαφροσκυμμένα
     κλητική αλαφροσκυμμένοι αλαφροσκυμμένες αλαφροσκυμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλαφροσκυμμένος < αλαφρός + -ο- + σκυμμένος

αλαφροσκυμμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία