αλαφροσκυμμένο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασία
αλαφροσκυμμένο
- αιτιατική ενικού του αλαφροσκυμμένος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αλαφροσκυμμένος
αλαφροσκυμμένο