αμποδεμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
αμποδεμένος
- (λαογραφία) (παρωχημένο) μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αμποδένω
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αμποδένω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμποδεμένος
|
αμποδεμένος
|