Ετυμολογία

επεξεργασία
αμποδένω < αρχαία ελληνική ἀποδέω / ἀποδῶ < δέω / δῶ

αμποδένω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία