αμποδένω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμποδένω < αρχαία ελληνική ἀποδέω / ἀποδῶ < δέω / δῶ
Ρήμα
επεξεργασίααμποδένω
- (λαογραφία) (παρωχημένο) ενεργώ με τρόπο μαγικό, επιδιώκοντας να καταστεί δυσχερής ή αδύνατη η ερωτική συνεύρεση ή συνουσία δύο προσώπων
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αμποδένω | αμπόδενα | θα αμποδένω | να αμποδένω | αμποδένοντας | |
β' ενικ. | αμποδένεις | αμπόδενες | θα αμποδένεις | να αμποδένεις | αμπόδενε | |
γ' ενικ. | αμποδένει | αμπόδενε | θα αμποδένει | να αμποδένει | ||
α' πληθ. | αμποδένουμε | αμποδέναμε | θα αμποδένουμε | να αμποδένουμε | ||
β' πληθ. | αμποδένετε | αμποδένατε | θα αμποδένετε | να αμποδένετε | αμποδένετε | |
γ' πληθ. | αμποδένουν(ε) | αμπόδεναν αμποδέναν(ε) |
θα αμποδένουν(ε) | να αμποδένουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αμπόδεσα | θα αμποδέσω | να αμποδέσω | αμποδέσει | ||
β' ενικ. | αμπόδεσες | θα αμποδέσεις | να αμποδέσεις | αμπόδεσε | ||
γ' ενικ. | αμπόδεσε | θα αμποδέσει | να αμποδέσει | |||
α' πληθ. | αμποδέσαμε | θα αμποδέσουμε | να αμποδέσουμε | |||
β' πληθ. | αμποδέσατε | θα αμποδέσετε | να αμποδέσετε | αμποδέστε | ||
γ' πληθ. | αμπόδεσαν αμποδέσαν(ε) |
θα αμποδέσουν(ε) | να αμποδέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αμποδέσει | είχα αμποδέσει | θα έχω αμποδέσει | να έχω αμποδέσει | ||
β' ενικ. | έχεις αμποδέσει | είχες αμποδέσει | θα έχεις αμποδέσει | να έχεις αμποδέσει | ||
γ' ενικ. | έχει αμποδέσει | είχε αμποδέσει | θα έχει αμποδέσει | να έχει αμποδέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αμποδέσει | είχαμε αμποδέσει | θα έχουμε αμποδέσει | να έχουμε αμποδέσει | ||
β' πληθ. | έχετε αμποδέσει | είχατε αμποδέσει | θα έχετε αμποδέσει | να έχετε αμποδέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αμποδέσει | είχαν αμποδέσει | θα έχουν αμποδέσει | να έχουν αμποδέσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αμποδένω
|