Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμπόδεμα τα αμποδέματα
      γενική του αμποδέματος των αμποδεμάτων
    αιτιατική το αμπόδεμα τα αμποδέματα
     κλητική αμπόδεμα αμποδέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμπόδεμα < απόδεμα < αποδένω + -μα < αρχαία ελληνική ἀποδέω / ἀποδῶ < δέω / δῶ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμπόδεμα ουδέτερο

  1. (λαογραφία) (παρωχημένο) μαγική ενέργεια ή πράξη, με την οποία επιδιώκεται να καταστεί δυσχερής ή αδύνατη η ερωτική συνεύρεση ή συνουσία δύο προσώπων
  2. (κατ’ επέκταση) (παρωχημένο) δυσκολία, δυσχέρεια, πρόβλημα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία