αμπόδεμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμπόδεμα ουδέτερο
- (λαογραφία) (παρωχημένο) μαγική ενέργεια ή πράξη, με την οποία επιδιώκεται να καταστεί δυσχερής ή αδύνατη η ερωτική συνεύρεση ή συνουσία δύο προσώπων
- (κατ’ επέκταση) (παρωχημένο) δυσκολία, δυσχέρεια, πρόβλημα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμπόδεμα
|