αβγοκομμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.vɣo.koˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βγο‐κομ‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίααβγοκομμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αβγοκόβω
- ⮡ του αρέσει η σούπα μόνο όταν είναι αβγοκομμένη
Μεταφράσεις
επεξεργασία αβγοκομμένος
|