αβγοκομμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίααβγοκομμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αβγοκομμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αβγοκομμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αβγοκομμένος