αβγοκόβω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.vɣoˈko.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βγο‐κό‐βω
Ρήμα
επεξεργασίααβγοκόβω, αόρ.: αβγόκοψα, παθ.φωνή: αβγοκόβομαι, π.αόρ.: αβγοκόπηκα, μτχ.π.π.: αβγοκομμένος [1]
- (μαγειρική) προσθέτω σε ένα φαγητό αβγολέμονο
- ↪αβγοκόβω τη μαγειρίτσα
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αβγοκόβω | αβγόκοβα | θα αβγοκόβω | να αβγοκόβω | αβγοκόβοντας | |
β' ενικ. | αβγοκόβεις | αβγόκοβες | θα αβγοκόβεις | να αβγοκόβεις | αβγόκοβε | |
γ' ενικ. | αβγοκόβει | αβγόκοβε | θα αβγοκόβει | να αβγοκόβει | ||
α' πληθ. | αβγοκόβουμε | αβγοκόβαμε | θα αβγοκόβουμε | να αβγοκόβουμε | ||
β' πληθ. | αβγοκόβετε | αβγοκόβατε | θα αβγοκόβετε | να αβγοκόβετε | αβγοκόβετε | |
γ' πληθ. | αβγοκόβουν(ε) | αβγόκοβαν αβγοκόβαν(ε) |
θα αβγοκόβουν(ε) | να αβγοκόβουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αβγόκοψα | θα αβγοκόψω | να αβγοκόψω | αβγοκόψει | ||
β' ενικ. | αβγόκοψες | θα αβγοκόψεις | να αβγοκόψεις | αβγόκοψε | ||
γ' ενικ. | αβγόκοψε | θα αβγοκόψει | να αβγοκόψει | |||
α' πληθ. | αβγοκόψαμε | θα αβγοκόψουμε | να αβγοκόψουμε | |||
β' πληθ. | αβγοκόψατε | θα αβγοκόψετε | να αβγοκόψετε | αβγοκόψτε | ||
γ' πληθ. | αβγόκοψαν αβγοκόψαν(ε) |
θα αβγοκόψουν(ε) | να αβγοκόψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αβγοκόψει | είχα αβγοκόψει | θα έχω αβγοκόψει | να έχω αβγοκόψει | ||
β' ενικ. | έχεις αβγοκόψει | είχες αβγοκόψει | θα έχεις αβγοκόψει | να έχεις αβγοκόψει | έχε αβγοκομμένο | |
γ' ενικ. | έχει αβγοκόψει | είχε αβγοκόψει | θα έχει αβγοκόψει | να έχει αβγοκόψει | ||
α' πληθ. | έχουμε αβγοκόψει | είχαμε αβγοκόψει | θα έχουμε αβγοκόψει | να έχουμε αβγοκόψει | ||
β' πληθ. | έχετε αβγοκόψει | είχατε αβγοκόψει | θα έχετε αβγοκόψει | να έχετε αβγοκόψει | έχετε αβγοκομμένο | |
γ' πληθ. | έχουν αβγοκόψει | είχαν αβγοκόψει | θα έχουν αβγοκόψει | να έχουν αβγοκόψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αβγοκομμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αβγοκομμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αβγοκομμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αβγοκομμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αβγοκόβομαι | αβγοκοβόμουν(α) | θα αβγοκόβομαι | να αβγοκόβομαι | ||
β' ενικ. | αβγοκόβεσαι | αβγοκοβόσουν(α) | θα αβγοκόβεσαι | να αβγοκόβεσαι | ||
γ' ενικ. | αβγοκόβεται | αβγοκοβόταν(ε) | θα αβγοκόβεται | να αβγοκόβεται | ||
α' πληθ. | αβγοκοβόμαστε | αβγοκοβόμαστε αβγοκοβόμασταν |
θα αβγοκοβόμαστε | να αβγοκοβόμαστε | ||
β' πληθ. | αβγοκόβεστε | αβγοκοβόσαστε αβγοκοβόσασταν |
θα αβγοκόβεστε | να αβγοκόβεστε | αβγοκόβεστε | |
γ' πληθ. | αβγοκόβονται | αβγοκόβονταν αβγοκοβόντουσαν |
θα αβγοκόβονται | να αβγοκόβονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αβγοκόπηκα | θα αβγοκοπώ | να αβγοκοπώ | αβγοκοπεί | ||
β' ενικ. | αβγοκόπηκες | θα αβγοκοπείς | να αβγοκοπείς | αβγόκοψου | ||
γ' ενικ. | αβγοκόπηκε | θα αβγοκοπεί | να αβγοκοπεί | |||
α' πληθ. | αβγοκοπήκαμε | θα αβγοκοπούμε | να αβγοκοπούμε | |||
β' πληθ. | αβγοκοπήκατε | θα αβγοκοπείτε | να αβγοκοπείτε | αβγοκοπείτε | ||
γ' πληθ. | αβγοκόπηκαν αβγοκοπήκαν(ε) |
θα αβγοκοπούν(ε) | να αβγοκοπούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αβγοκοπεί | είχα αβγοκοπεί | θα έχω αβγοκοπεί | να έχω αβγοκοπεί | αβγοκομμένος | |
β' ενικ. | έχεις αβγοκοπεί | είχες αβγοκοπεί | θα έχεις αβγοκοπεί | να έχεις αβγοκοπεί | ||
γ' ενικ. | έχει αβγοκοπεί | είχε αβγοκοπεί | θα έχει αβγοκοπεί | να έχει αβγοκοπεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αβγοκοπεί | είχαμε αβγοκοπεί | θα έχουμε αβγοκοπεί | να έχουμε αβγοκοπεί | ||
β' πληθ. | έχετε αβγοκοπεί | είχατε αβγοκοπεί | θα έχετε αβγοκοπεί | να έχετε αβγοκοπεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αβγοκοπεί | είχαν αβγοκοπεί | θα έχουν αβγοκοπεί | να έχουν αβγοκοπεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αβγοκομμένος - είμαστε, είστε, είναι αβγοκομμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αβγοκομμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αβγοκομμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αβγοκομμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αβγοκομμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αβγοκομμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αβγοκομμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αβγοκόβω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
επεξεργασία- αβγοκόβω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)