Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αβγολέμονο τα αβγολέμονα
      γενική του αβγολέμονου των αβγολέμονων
    αιτιατική το αβγολέμονο τα αβγολέμονα
     κλητική αβγολέμονο αβγολέμονα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αβγολέμονο < αβγό + λεμόνι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αβγολέμονο ουδέτερο

  • (μαγειρική) μείγμα από αβγό και λεμόνι που το χτυπάμε γερά με το πιρούνι και το προσθέτουμε σε σούπες

  Μεταφράσεις επεξεργασία