↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλαφρωμένος η αλαφρωμένη το αλαφρωμένο
      γενική του αλαφρωμένου της αλαφρωμένης του αλαφρωμένου
    αιτιατική τον αλαφρωμένο την αλαφρωμένη το αλαφρωμένο
     κλητική αλαφρωμένε αλαφρωμένη αλαφρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλαφρωμένοι οι αλαφρωμένες τα αλαφρωμένα
      γενική των αλαφρωμένων των αλαφρωμένων των αλαφρωμένων
    αιτιατική τους αλαφρωμένους τις αλαφρωμένες τα αλαφρωμένα
     κλητική αλαφρωμένοι αλαφρωμένες αλαφρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλαφρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αλαφρώνω

αλαφρωμένος, -η, -ο

  1. του οποίου το βάρος έχει ελαττωθεί
  2. (μεταφορικά) που έχει ανακουφιστεί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία