↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλαφιασμένος η αλαφιασμένη το αλαφιασμένο
      γενική του αλαφιασμένου της αλαφιασμένης του αλαφιασμένου
    αιτιατική τον αλαφιασμένο την αλαφιασμένη το αλαφιασμένο
     κλητική αλαφιασμένε αλαφιασμένη αλαφιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλαφιασμένοι οι αλαφιασμένες τα αλαφιασμένα
      γενική των αλαφιασμένων των αλαφιασμένων των αλαφιασμένων
    αιτιατική τους αλαφιασμένους τις αλαφιασμένες τα αλαφιασμένα
     κλητική αλαφιασμένοι αλαφιασμένες αλαφιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλαφιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αλαφιάζω

αλαφιασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία