αλαφιασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλαφιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αλαφιάζω
Μετοχή επεξεργασία
αλαφιασμένος, -η, -ο
- που έχει τρομάξει, ταραχτεί από κάτι δυσάρεστο, που αντιμετωπίζει μια κρίση και πελαγώνει, τα χάνει, δεν ξέρει πώς να αντιδράσει, ο αναστατωμένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλαφιασμένος