Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανασυνδυασμένος η ανασυνδυασμένη το ανασυνδυασμένο
      γενική του ανασυνδυασμένου της ανασυνδυασμένης του ανασυνδυασμένου
    αιτιατική τον ανασυνδυασμένο την ανασυνδυασμένη το ανασυνδυασμένο
     κλητική ανασυνδυασμένε ανασυνδυασμένη ανασυνδυασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανασυνδυασμένοι οι ανασυνδυασμένες τα ανασυνδυασμένα
      γενική των ανασυνδυασμένων των ανασυνδυασμένων των ανασυνδυασμένων
    αιτιατική τους ανασυνδυασμένους τις ανασυνδυασμένες τα ανασυνδυασμένα
     κλητική ανασυνδυασμένοι ανασυνδυασμένες ανασυνδυασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

ανασυνδυασμένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία