ανασυνδυάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαανασυνδυάζω
- (σπάνιο) συνδυάζω εκ νέου [1] [2]
- ※ είχα την ικανότητα να ανακαλώ δεδομένα και να τα ανασυνδυάζω με νέα για την επίλυση ενός προβλήματος (τύπος)
- ※ συσκευή που ανασυνδυάζει έναν παλινδρομικό (δηλ. στηριζόμενο στη χρήση εμβόλου) κινητήρα με ποικίλο βοηθητικό εξοπλισμό (Περίληψη της απόφασης της Επιτροπής της 19ης Οκτωβρίου 2011 με την οποία μια πράξη συγκέντρωσης κηρύσσεται συμβατή με την εσωτερική αγορά και τη λειτουργία της συμφωνίας ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/M.6106 — Caterpillar/MWM) (2012/C 60/05) )
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανασυνδυάζω | ανασυνδύαζα | θα ανασυνδυάζω | να ανασυνδυάζω | ανασυνδυάζοντας | |
β' ενικ. | ανασυνδυάζεις | ανασυνδύαζες | θα ανασυνδυάζεις | να ανασυνδυάζεις | ανασυνδύαζε | |
γ' ενικ. | ανασυνδυάζει | ανασυνδύαζε | θα ανασυνδυάζει | να ανασυνδυάζει | ||
α' πληθ. | ανασυνδυάζουμε | ανασυνδυάζαμε | θα ανασυνδυάζουμε | να ανασυνδυάζουμε | ||
β' πληθ. | ανασυνδυάζετε | ανασυνδυάζατε | θα ανασυνδυάζετε | να ανασυνδυάζετε | ανασυνδυάζετε | |
γ' πληθ. | ανασυνδυάζουν(ε) | ανασυνδύαζαν ανασυνδυάζαν(ε) |
θα ανασυνδυάζουν(ε) | να ανασυνδυάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανασυνδύασα | θα ανασυνδυάσω | να ανασυνδυάσω | ανασυνδυάσει | ||
β' ενικ. | ανασυνδύασες | θα ανασυνδυάσεις | να ανασυνδυάσεις | ανασυνδύασε | ||
γ' ενικ. | ανασυνδύασε | θα ανασυνδυάσει | να ανασυνδυάσει | |||
α' πληθ. | ανασυνδυάσαμε | θα ανασυνδυάσουμε | να ανασυνδυάσουμε | |||
β' πληθ. | ανασυνδυάσατε | θα ανασυνδυάσετε | να ανασυνδυάσετε | ανασυνδυάστε | ||
γ' πληθ. | ανασυνδύασαν ανασυνδυάσαν(ε) |
θα ανασυνδυάσουν(ε) | να ανασυνδυάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανασυνδυάσει | είχα ανασυνδυάσει | θα έχω ανασυνδυάσει | να έχω ανασυνδυάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανασυνδυάσει | είχες ανασυνδυάσει | θα έχεις ανασυνδυάσει | να έχεις ανασυνδυάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανασυνδυάσει | είχε ανασυνδυάσει | θα έχει ανασυνδυάσει | να έχει ανασυνδυάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανασυνδυάσει | είχαμε ανασυνδυάσει | θα έχουμε ανασυνδυάσει | να έχουμε ανασυνδυάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανασυνδυάσει | είχατε ανασυνδυάσει | θα έχετε ανασυνδυάσει | να έχετε ανασυνδυάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανασυνδυάσει | είχαν ανασυνδυάσει | θα έχουν ανασυνδυάσει | να έχουν ανασυνδυάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ελληνοιταλικό λεξικό ricombinare
- ↑ γαλλοελληνικό λεξικό recroiser