αμπαρωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμπαρωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αμπαρώνω
Μετοχή
επεξεργασίααμπαρωμένος, -η, -ο
- που έχει αμπαρωθεί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αμπάρα