Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμπαρωμένος η αμπαρωμένη το αμπαρωμένο
      γενική του αμπαρωμένου της αμπαρωμένης του αμπαρωμένου
    αιτιατική τον αμπαρωμένο την αμπαρωμένη το αμπαρωμένο
     κλητική αμπαρωμένε αμπαρωμένη αμπαρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμπαρωμένοι οι αμπαρωμένες τα αμπαρωμένα
      γενική των αμπαρωμένων των αμπαρωμένων των αμπαρωμένων
    αιτιατική τους αμπαρωμένους τις αμπαρωμένες τα αμπαρωμένα
     κλητική αμπαρωμένοι αμπαρωμένες αμπαρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμπαρωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αμπαρώνω

  Μετοχή επεξεργασία

αμπαρωμένος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία